Βεγγάζη

Βεγγάζη
(Banghazi). Πόλη (708.000 κάτ. το 2002) της Λιβύης, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (11.530 τ. χλμ., 925.000 κάτ.). Χτισμένη στη βορειοανατολική ακτή του Κόλπου της Μεγάλης Σύρτης, σε μια ισόπεδη προεξοχή ανάμεσα στη θάλασσα και σε δύο παράκτιες λιμνοθάλασσες, η Β. είναι κυρίως εμπορικό κέντρο, με δραστήριο λιμάνι (το δεύτερο της χώρας μετά την Τρίπολη) και διεθνή αερολιμένα. Η ανακάλυψη των γειτονικών κοιτασμάτων πετρελαίου επιτάχυνε την οικονομική ανάπτυξη της πόλης και ευνόησε την οικοδόμηση νέων συνοικιών γύρω στον παλιό οικοδομικό πυρήνα. Η Β. έχει επίσης μερικές βιομηχανίες: βυρσοδεψεία, υφαντουργεία, εργοστάσια ζυθοποιίας και συγκροτήματα βιομηχανίας τροφίμων. Άποψη λαϊκής συνοικίας της Βεγγάζης στη Λιβύη (φωτ. Sef).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… …   Dictionary of Greek

  • τρίπολη — I Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αρκαδίας και της επαρχίας Μαντινείας. Χτισμένη στους πρόποδες του Μαινάλου (υψόμ. 663 μ.) σε σχέδιο των Βαβαρών (1836) και περικλειόμενη από διαδοχικά ορεινά συγκροτήματα, στο κέντρο σχεδόν της… …   Dictionary of Greek

  • Απολλωνία — I Ονομασία γιορτής στην αρχαία Ελλάδα και αθλητικών αγώνων στη Ρώμη. 1. Εξιλαστήρια γιορτή που τελούσαν στη Σικυώνα προς τιμήν του Απόλλωνα και της Άρτεμης και σε ανάμνηση της απαλλαγής των κατοίκων της από λοιμό που είχε ενσκήψει στην πόλη όταν… …   Dictionary of Greek

  • Αγιαστούρας ή Παπαγιαστούρας — (18ος αι.).Παρωνύμιο του ιερέα Ηλία Οικονόμου. Πατρίδα του ήταν η Ζαγορά του Πηλίου. Ο παπα Ηλίας πήρε το παρωνύμιό του όταν στη διάρκεια μιας λειτουργίας χτύπησε με το θυμιατήρι του τον αγά που τον περιγελούσε. Μετά το γεγονός αυτό κατέφυγε στη… …   Dictionary of Greek

  • Βερενίκη — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Β. Α’ (340; – 281 ή 271 π.Χ.). Κόρη του Λάγου και της Αντιγόνης, κόρης του Κασσάνδρου, και ετεροθαλής αδελφή του Πτολεμαίου Α’ του Σωτήρα, ιδρυτή της δυναστείας των Πτολεμαίων της Αιγύπτου. Ο πρώτος της σύζυγος ήταν …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ντέρνα — (Darnah). Πόλη (125.700 κάτ. το 2003) της Λιβύης και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας της Κυρηναϊκής. Βρίσκεται σε απόσταση 85 χλμ. από την Ελ Μπέιντα. Αλιευτικό λιμάνι της Μεσογείου, έχει αναγνωριστεί επίσημα από το ιταλικό κράτος ως το… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”